ἀπέδρασαν

ἀπέδρασαν
ἀπέδρᾱσαν , ἀποδιδράσκω
run away
aor ind act 3rd pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • отъбѣгноути — ОТЪБѢГН|ОУТИ (85), ОУ, ЕТЬ гл. 1.Убежать, отбежать: и ѿ жены абиѥ лѹкавомѹ || ѿбѣгъшѹ бѣсѹ. и ѡставльшѹ женѹ цѣломѹдрьнѹ. (δραπετεύσαντος δαίμονος) ЖФСт к. XII, 147–147 об.; видѣвши жена створеноѥ ковачемь. ѿбеже съ страхомь и иде в домъ свои.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Παλαιστίνη — Η Π. βρέχεται Δ από τη Μεσόγειο και από τον κόλπο της Άκαμπα (Ερυθρά θάλασσα) στα Ν, και συνορεύει με τον Λίβανο στα Β, τις τεράστιες ερημικές ή ημιερημικές εκτάσεις της Συρίας στα Α, το Σινά στα ΝΔ. Μορφολογικά μπορεί να διαιρεθεί σε 3 λωρίδες,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”